- φίτυ
- τὸ, Α(ποιητ. τ.) φίτυμα*.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φῖ-τυ (για το σπάνιο επίθημα -τυ, πρβλ. ἄσ-τυ) ανάγεται, κατά την επικρατέστερη άποψη, στη μορφή *bhū τής ΙΕ ρίζας *bhew- «αυξάνομαι, μεγαλώνω» (για τη ρίζα αυτή βλ. λ. φύω) και έχει προέλθει από αμάρτυρο τ. *φῡ-τυ με ανομοιωτική τροπή τού -υ- σε -ι- (πρβλ. μυκηναϊκό iju: ὑιύς, κρητ. τ. τού υἱός, πίτυρον* πιθ. < *πυτυρον). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. φῖτυ έχει σχηματιστεί, μέσω αμάρτυρου *φFī-τυ, από την παρεκτεταμένη μορφή *bhwī- τής ρίζας τού ρ. φύω (πρβλ. λατ. fio, filius, λιθουαν. bit[i] «ήταν», λεττον. biju «ήμουν»), η οποία, όμως, δεν έχει χρησιμοποιηθεί στην Ελληνική, γεγονός που καθιστά την άποψη αυτή λιγότερο πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.